Δημοτική Ενότητα Αχινού

Η δημοτική ενότητα Αχινού αποτελείται από τις παρακάτω κοινότητες:

Το Σιτοχώρι βρίσκεται στα νότια της πεδιάδας των Σερρών και του ποταμού Στρυμόνα. Απέχει 13 χλμ. Α.-ΝΑ. της Νιγρίτας και 30 Ν.-ΝΑ. των Σερρών. Το χωριό αναφέρεται σε γραπτή πηγή του 1569 με την προσωνυμία “Τσίντσα”, συγγενική με το παλιό όνομα του χωριού “Τζίντζος”, το οποίο ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος θεωρεί ότι είναι παραφθορά του ονόματος των αρχαίων Τυντηνών και το οποίο αναγράφεται σε αρχαία νομίσματα. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση η ονομασία προέρχεται από τη λέξη “τζίνιοι” (δηλαδή ισχυροί, ατίθασοι), επειδή την περίοδο της τουρκοκρατίας, δεν κατοικήθηκε από Τούρκους.

Σημαντικό αξιοθέατο θεωρείται η τρίκλιτη βασιλική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που κτίστηκε τη δεκαετία του 1760 και είναι εσωτερικά διακοσμημένη με αγιογραφίες του 1880 από μοναχούς του Αγίου Όρους. Από το 1976 έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

ο χωριό αναφέρεται επίσημα με το παλιό όνομα Τζίντζος το 1920, μετά την απελευθέρωση, στο ΦΕΚ 2Α – 04/01/1920 να ορίζεται έδρα της ομώνυμης κοινότητας. Το 1928 με το ΦΕΚ 156Α – 08/08/1928 μετονομάστηκε σε Σιτοχώριον εξ΄αιτίας της μεγάλης καλλιέργειας σιταριού. Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης αποτελεί την Τοπική Κοινότητα Σιτοχωρίου που υπάγεται στη Δημοτική Ενότητα Αχινού του Δήμου Βισαλτίας και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει πληθυσμό 531 κατοίκους.

Ο Αχινός βρίσκεται προς τα νότια της πεδιάδας των Σερρών και νότια του ποταμού Στρυμόνα. Απέχει 16,5 χλμ. Α. από τη Νιγρίτα και 33 χλμ. Ν.-ΝΑ. από τις Σέρρες (μέσω Ανθής). Το χωριό πήρε το όνομά του από τη λίμνη Αχινού ή Κερκινίτιδα ή λίμνη των Σερρών, η οποία έχει αποξηρανθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Δημιουργήθηκε στην ίδια με τη σημερινή τοποθεσία από ψαράδες της ευρύτερης περιοχής που αρχικά έκτισαν εκεί τις ψαροκαλύβες τους. Η επέκταση του άρχισε με την αποξήρανση της λίμνης και τη δημιουργία του εύφορου κάμπου που οι κάτοικοι αποκαλούν “Βαλτά”. Το χωριό αναφέρεται επίσημα το 1920 στο ΦΕΚ 2Α – 04/01/1920 να ορίζεται έδρα της ομώνυμης κοινότητας. Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης αποτελεί την Τοπική Κοινότητα Αχινού που υπάγεται στη Δημοτική Ενότητα Αχινού του Δήμου Βισαλτίας και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει πληθυσμό 507 κατοίκους.

Η Κοινότητα της Δάφνης βρίσκεται σε απόσταση 18 Km από τη Νιγρίτα, 40 Km από τις Σέρρες κι 90 Km(μέσω Σοχού) από τη Θεσσαλονίκη, με μακραίωνη ιστορία. Μάλιστα από το χωριό αυτό διερχόταν η αρχαία παρεγνατία που οδηγούσε από την Αμφίπολη στο Σιδηρόκαστρο. Η ονομασία του χωριού κατά τα Βυζαντινά χρόνια καθώς και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν Έζιοβα ή Έζοβα και προϋπήρχε πριν το 1062 μ.Χ. όπως αναφέρεται σε παλιό χειρόγραφο την Μονής Ιβήρων. Από τις μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεση μας φαίνεται ότι η Έζιοβα αποτελούσε το κέντρο της περιοχής πριν αναπτυχθεί η Νιγρίτα και γίνει διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο. Στο πλαίσιο αυτό υπήρχε επισκοπή Εζεβών που υπαγόταν στη Μητρόπολη Σερρών, της οποίας ο επίσκοπος Ιωαννίκιος(1290-1300 μ.Χ.) ήταν ο πρώτος κτήτορας της ιστορικής Μονής Προδρόμου Σερρών.

Πέρα από το φυσικό κάλλος της περιοχής ,εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το τελευταίο υπόλειμμα κάστρου, ο γνωστός ως «Πύργος της Μάρως», ο οποίος ήταν τριώροφος όπως φαίνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα και χρησιμοποιούνταν ως κατοικία. Η Μάρω ή Μάρα Μπράνκοβιτς (1418-1487),ήταν Ελληνοσερβίδα,κόρη του δεσπότη της Σερβίας Γεωργίου Μπράνκοβιτς και της Ειρήνης κόρης του Ματθαίου Καντακουζηνού. Αναγκάσθηκε να παντρευτεί τον Σουλτάνο Μουράτ Β’(1435)του οποίου τον γιο ανέθρεψε, Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, ο οποίος «άλωσε» την Κωσταντινούπολη το 1453. Για κάποιους λόγους που άλλοι ερευνητές αποδίδουν σε δυσμένεια λόγω της εμπλοκής της στην ενθρόνιση των πατριαρχών της εποχής και άλλοι σε επιθυμία της να αποσυρθεί από την ενεργό δράση της αυλής αποχωρεί από την Κωνσταντινούπολη και αποσύρεται στην περιοχή της νότιας Βισαλτίας(Έζοβα)1457 όπου έζησε μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο τάφος της είναι στην Μονή Εικοσοιφίνισας του Παγγαίου,άλλοι στο `Αγιον `Ορος και μια τρίτη άποψη(συμφωνεί με τη λαϊκή παράδοση),ότι βρίσκεται ανάμεσα στους δύο Πύργους της Δάφνης (ΒΔ της Δάφνης υπάρχει και δεύτερος Πύργος πολύ παλιότερος πιθανόν του 9ου αιώνα) ή και δίπλα στον Πύργο (ο αρχαιολόγος Μιχάλης Ανδρόνικος υποστήριζε ότι ήταν θαμμένη γύρω από τον πύργο).Όσο για τη νεώτερη ιστορία του, το χωριό πήρε το όνομα Δάφνη το έτος 1928(για κάποια χρόνια ονομάζονταν Νεροπλατάνα) και μέχρι το 1942 αποτελούσε εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο με περίπου 2.800 κατοίκους. Σε τραπεζοειδές ύψωμα, που βρίσκεται λίγο ανατολικότερα από το χωριό, έχουν εντοπιστεί τα ίχνη ενός αρχαίου οικισμού της Βισαλτίας, που είχε ακμάσει κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Στο ύψωμα έχουν βρεθεί αρχαία αγγεία, πολυάριθμα όστρακα αγγείων και νομίσματα διαφόρων πόλεων και περιόδων. Επίσης, στη θέση του κοντινού οικισμού της Ορέσκειας, όπου επισημάνθηκαν θεμέλια αρχαίων κτηρίων και αποκομίστηκαν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα και επιγραφές, τοποθετείται το ομώνυμο αρχαίο πόλισμα της Βισαλτίας, που το εθνικό όνομα των κατοίκων του («Ορεσκίων») αναφέρεται σε αρχαία νομίσματα και το οποίο είχε ακμάσει από τα αρχαϊκά ως τα ρωμαϊκά χρόνια.

Η Ορέσκεια βρίσκεται στα νότια του κάμπου των Σερρών και στους βόρειους πρόποδες από το Κερδύλιο όρος. Το χωριό είναι κτισμένο σε πολύ μικρή απόσταση και δυτικά από τη Δάφνη, σε περιοχή με πλούσια βλάστηση και πολλά νερά. Μάλιστα, νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται η φυσική βάθρα Κόσμινικ στην οποία χύνεται καταρράκτης. Βόρεια περνάει ο χείμαρρος Δάφνη που μετά από λίγο καταλήγει στον Εζοβίτη ποταμό.

Στην ίδια περιοχή και σε χαμηλό λόφο, σε απόσταση περίπου 1 χλμ. βόρεια, υπάρχουν τα ερείπια πύργου. Η περιοχή σε απογραφή του 11ου αιώνα περιγράφεται ως προάστειον (δηλ. οικισμός) με την ονομασία “Άγιος Στέφανος”.

Κάτω από τον πύργο υπάρχει λαξευμένο σε βράχο του λόφου το ασκητήριο της Αγίας Μαρίνας το οποίο σε αγιορείτικα έγγραφα του 11ου αιώνα αναφέρεται ως «Θεοτόκος του Σπηλαίου» και μετόχι της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Το 1923 κτίσθηκε ο Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ενώ ανακαινίσθηκε το 1985. Η Ορέσκεια απέχει 18,5 χλμ. ΝΑ. της Νιγρίτας και 35 ΝΑ. των Σερρών. Το χωριό αναφέρεται επίσημα το 1920 στο ΦΕΚ 2Α – 04/01/1920 ως Κιζιλή να προσαρτάται στην τότε κοινότητας Εζιόβης (Δάφνης). Το 1926 με το ΦΕΚ 55Α – 15/02/1926 μετονομάστηκε σε Ορεσκία. Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης μαζί με τη Δάφνη αποτελούν την Τοπική Κοινότητα Δάφνης που υπάγεται στη Δημοτική Ενότητα Αχινού του Δήμου Βισαλτίας και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει πληθυσμό 57 κατοίκους.

Το Ζερβοχώρι Σερρών είναι οικισμός του νομού Σερρών. Διοικητικά ανήκε στον Δήμο Αχινού μέχρι το 2010 ο οποίος καταργήθηκε. Από το 2011 ανήκει στο νεοδημιουργημένο Δήμο Βισαλτίας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μέτρων και το 2001 είχε 117 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή (ενώ το 1914 είχε 146 κατοίκους και το 1928 248 κατοίκους και δημοτικό σχολείο).

Εκεί βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου που υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης. Δύο χιλιόμετρα νότια από το χωριό βρίσκεται ο λόφος Παλιόκαστρο όπου υπάρχει οικισμός και νεκρόπολη κλασσικών χρόνων καθώς και προϊστορική θέση η οποία έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος. Το Ζερβοχώρι βρίσκεται πολύ κοντά στο Χουμνικό Σερρών και στο Σιτοχώρι Σερρών όπου υπάρχει και το δημοτικό σχολείο / γυμνάσιο που φοιτούν τα παιδιά του χωριού. Η απόστασή του από τη Νιγρίτα είναι 10 χλμ., από τις Σέρρες 34 χλμ. και από την Θεσσαλονίκη 85 χλμ. Βρίσκεται στο δρόμο από Νιγρίτα προς την Αμφίπολη.

Αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Βισαλτίας της δημοτικής ενότητας Αχινού, με 311 κατοίκους (2011), ενώ στην απογραφή του 2001 εμφάνισε 273 κατοίκους. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία (καπνός, ελιές, κεράσια, αμύγδαλα, καρύδια, σύκα, αρωματικά φυτά). Είναι κτισμένο σε ιδιαίτερα κεντρική θέση, ανάμεσα στη Νιγρίτα και τη Μαυροθάλασσα. Στο χωριό λειτουργεί το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών του Δήμου Βισαλτίας. Η απόστασή του από τη θάλασσα (Αμφίπολη, Εγνατία Οδός) είναι 35 χλμ. περίπου. Το χωριό διαθέτει πολύ πράσινο.

Η καταγωγή σχεδόν του 100% των κατοίκων είναι ποντιακή. Οι πρόγονοί τους ήσαν Πόντιοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό μετά τον ξεριζωμό του Ποντιακού Ελληνισμού, στα 1922 (Μικρασιατική καταστροφή). Το παλιό όνομα του χωριού ήταν “Καβάκι” (=λεύκα), λόγω τών πολλών δένδρων λεύκας που ευδοκιμούσαν στην περιοχή.

Κάποιοι κάτοικοι ασχολούνται επιτυχώς με τη γεωργία, ενώ άλλοι είναι μετανάστες στην Δυτική Ευρώπη (κυρίως Γερμανία), ή έχουν εγκατασταθεί στη γειτονική Θεσσαλονίκη. Στο χωριό λειτουργούν τρία σύγχρονα ελαιοτριβεία, που καλύπτουν μεγάλο μέρος των αναγκών των ελαιοπαραγωγών της περιοχής.

Στις 28 Αυγούστου κάθε χρόνου (παραμονή της γιορτής της Αποκεφάλισης του Ιωάννου του Προδρόμου, στον οποίο είναι αφιερωμένη η εκκλησία του χωριού, που ξανακτίστηκε πρόσφατα), ο Σύλλογος Λευκοτοπιτών Θεσσαλονίκης διοργανώνει πανηγύρι με ενδιαφέρουσες ποντιακές εκδηλώσεις.

Το Πατρίκι βρίσκεται στα νότια της πεδιάδας των Σερρών και του ποταμού Στρυμόνα. Απέχει 11 χλμ. Α. της Νιγρίτας και 27 Ν.-ΝΔ. των Σερρών. Την περίοδο της τουρκοκρατίας η περιοχή ήταν τσιφλίκι Τούρκου αγά, του οποίου οι κολίγοι ίδρυσαν το χωριό. Το όνομά του οφείλεται σε καλόγερο ονόματι Πατρίκιο, που είχε μονάσει στο γειτονικό μικρό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Παριάκου (καταγράφεται σε χειρόγραφο της Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους) που χρονολογείται από το 1385 και είχε παραχωρηθεί από την επισκοπή Εζεβών στη μονή Εσφιγμένου.

Αναφέρεται επίσημα το 1920 στο ΦΕΚ 2Α – 04/01/1920 να προσαρτάται στην τότε κοινότητα Τζίντζου (Σιτοχωρίου). Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης αποτελεί την Τοπική Κοινότητα Πατρικίου που υπάγεται στη Δημοτική Ενότητα Αχινού του Δήμου Βισαλτίας και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει πληθυσμό 291 κατοίκους.

Το Χουμνικό είναι κτισμένο στους βόρειους πρόποδες από τα Κερδύλια όρη και πιο συγκεκριμένα του Βερτίσκος. Απέχει 10 χλμ. ΝΑ. της Νιγρίτας και 30,5 Ν. των Σερρών. Αξιοθέατα είναι η παλιά τρίκλιτη βασιλική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία του χωριού, η οποία χρονολογείται γύρω στα 1800 καθώς και ο αιωνόβιος πλάτανός της. Υπάρχει τακτική αναφορά του χωριού σε έγγραφα μονών του Αγίου Όρους, σε απογραφικά οθωμανικά κατάστιχα και εκκλησιαστικά έγγραφα της Μητρόπολης Σερρών. Το χωριό ιδρύθηκε μεταξύ 1235 – 1245 από κολίγους της περιοχής, η οποία ήταν ιδιαίτερα εύφορη με καλλιέργειες καπνού, σιτηρών, βαμβακιού κι ελιών και είχε παραχωρηθεί από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο στον στρατηγό του Νικηφόρο Χούμνο. Όταν αυτή απειλήθηκε από το στρατηγό της Θεσσαλίας Θέκλο, δόθηκε μάχη στην τοποθεσία “Λαθριά”, ανάμεσα στο Χουμνικό και το γειτονικό Ζερβοχώρι, στην οποία νίκησε αλλά τελικά σκοτώθηκε. Μετά τη μάχη αυτή παραχωρήθηκαν λίγα στρέμματα γης και αυτονομία στους κολίγους και έτσι προήλθε η ονομασία του χωριού.

Το χωριό αναφέρεται επίσημα το 1920 στο ΦΕΚ 2Α – 04/01/1920 ως Χούμκος να ορίζεται έδρα ομώνυμης κοινότητας. Το 1927 με το ΦΕΚ 179Α – 30/08/1927 μετονομάστηκε σε Χουμνικό. Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης μαζί με το Λαγκάδι αποτελούν την Τοπική Κοινότητα Χουμνικού που υπάγεται στη Δημοτική Ενότητα Αχινού του Δήμου Βισαλτίας και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ως κοινότητα έχει πληθυσμό 303 κατοίκους, ενώ ως οικισμός 190.

Το Λαγκάδι βρίσκεται προς τα νοτιοδυτικά όρια με την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης και είναι κτισμένο στις βορειοδυτικές πλαγιές από τα Κερδύλια όρη. Απέχει 12,5 χλμ. ΝΑ. της Νιγρίτας και 33 χλμ. Ν. των Σερρών. Το χωριό αναφέρεται γύρω στα 1713 και σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τη συνένωση οικογενειών που κατοικούσαν σε χαμηλότερες υψομετρικά κοντινές τοποθεσίες και οι οποίες για να αποφύγουν την καταπίεση των Τούρκων αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε υψηλότερα σημεία για να συνεχίσουν το κύριο επάγγελμά τους που ήταν η κτηνοτροφία.

Από το Λαγκάδι καταγόταν ο μακεδονομάχος οπλαρχηγός Δημήτριος Γαλάνης ο οποίος οργάνωσε ένοπλο σώμα που συμμετείχε στις προσπάθειες των Ελλήνων της περιοχής να αποκρούσουν τις Βουλγαρικές βιαιότητες στις περιοχές Βισαλτίας, Σερρών, Κάτω Τζουμαγιάς (Ηρακλείας), Βερτίσκου και Βόρειας Χαλκιδικής. Την περίοδο της κατοχής, στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, στην περιοχή “Τάσιουλουκ” έγινε μάχη ανταρτών του ΕΛΑΣ με μηχανοκίνητη φάλαγγα Γερμανών που την προηγούμενη είχε επιτεθεί στα χωριά αλλά και την πόλη της Νιγρίτας.

Ο ΔΗΜΟΣ ΜΑΣ